- χαμαλιάτικα
- τα оплата носильщика, грузчика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαμαλιάτικα — τα, Ν η αμοιβή τού χαμάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμάλης + κατάλ. ιάτικα που δηλώνει αμοιβή (πρβλ. αμαξ ιάτικα)] … Dictionary of Greek
χαμαλιάτικα — τα η αμοιβή του χαμάλη, τα αχθοφορικά, τα κόμιστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)